- προσφύεται
- προσφύ̱εται , προσφύωcause to grow topres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βουβώνες — Η περιοχή του σώματος που απλώνεται στο μήκος της βουβωνικής πτυχής, που σχηματίζεται με την κάμψη του μηρού προς την κοιλιά. βουβωνική πανώλη. Μορφή πανούκλας. Οφείλεται στο λεγόμενο πανωλικό βακτηρίδιο. Στον άνθρωπο μπορεί να μεταδοθεί κυρίως… … Dictionary of Greek
αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
επιφυής — ές 1. αυτός που φύεται μετά ή πάνω στην επιφάνεια άλλου 2. βοτ. αυτός που φύεται απευθείας πάνω στο στέλεχος τού φυτού, ο άμισχος («φύλλα ή άνθη επιφυή») 3. ιατρ. (για όγκο ή σάρκωμα) αυτός που εκβλαστάνει από τη σάρκα και προσφύεται πάνω στο… … Dictionary of Greek
ερπύστρια — Όργανο που αποτελείται από πολλά στοιχεία (μεταλλικά ή από καουτσούκ) κινητά το ένα ως προς το άλλο, κλειστό γύρω από τον εαυτό του. Τοποθετείται συνήθως σε αυτοκίνητα οχήματα για να κάνει περισσότερο ευχερή την πορεία τους σε εδάφη ολισθηρά,… … Dictionary of Greek
κάλλαιο(ν) — το (AM κάλλαιον) νεοελλ. ανατ. έπαρμα τού ηθμοειδούς οστού, στο μέσον τού πρόσθιου κρανιακού βόθρου, πάνω στο οποίο προσφύεται η σκληρή μήνιγγα μσν. αρχ. 1. η σαρκώδης απόφυση τής κορυφής τού κεφαλιού τού πετεινού, λειρί, λοφίο 2. το σαρκώδες… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
μετάστερνο — το εντομολ. η κοιλιακή επιφάνεια τού μεταθώρακα τών εντόμων πάνω στην οποία προσφύεται το τρίτο ζεύγος ποδιών … Dictionary of Greek
μηνιγγίωμα — το [μήνιγξ] ιατρ. καλοήθης όγκος που εξορμάται από την αραχνοειδή μήνιγγα, έχει σαφή όρια και προσφύεται πάντοτε στη σκληρή μήνιγγα … Dictionary of Greek